αναπίνω

αναπίνω
(αόρ. ανήπια) μετ. всасывать, втягивать, вбирать, поглощать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αναπίνω" в других словарях:

  • αναπίνω — (Α ἀναπίνω) πίνω κάτι ρουφώντας το, απορροφώ, απομυζώ νεοελλ. 1. αναδίνω υγρασία απορροφώντας το νερό, αναλιγδιάζω, αναξερνώ 2. υγραίνομαι από την εξωτερική υγρασία αρχ. απορροφώ εκ νέου …   Dictionary of Greek

  • ἀναπίνω — ἀναπί̱νω , ἀνά , ἀπό ἰνόω make strong and nervous imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνά , ἀπό ἰνόω make strong and nervous pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀνά , ἀπό ἰνόω make strong and nervous imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναβυζαίνω — αναπίνω, αναρουφώ σιγά σιγά υγρασία, αναδίδω υγρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + βυζαίνω] …   Dictionary of Greek

  • άμπωτις — ( ιδος), η (Α ἄμπωτις) (νεοελλ. και άμπωτη) πτώση τής στάθμης τών υδάτων, τράβηγμα τών νερών αρχ. 1. στον πληθ. αἱ ἀμπώτιδες άμπωτις και πλημμυρίδα μαζί, παλίρροια 2. υποχώρηση, ελάττωση ρεύματος ή ροής 3. υποχώρηση, πτώση, ελάττωση. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»